άρτεμα

άρτεμα
το см. άρτυμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άρτεμα" в других словарях:

  • ἀρτεμᾶ — ἀρτεμής safe and sound neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀρτεμής safe and sound masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρουφός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο «απόστολος εκ των Ο’». Ρωμαίος, συνεργάτης του απόστολου Παύλου, για τον οποίο αυτός γράφει «Aσπάσασθαι Ρούφον, τον εκλεκτόν εν Κυρίω καί τήν μητέρα αυτού και εμού». (Προς Ρωμαίους 15’ 13).… …   Dictionary of Greek

  • φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους …   Dictionary of Greek

  • Θέογνις — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ελεγειακός ποιητής (Μέγαρα 590; – Θήβα 520 π.Χ.). Καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και ο ίδιος, ως περιφρονητής του δήμου, εξορίστηκε και έχασε την περιουσία του με την επικράτηση των δημοκρατικών. Από τότε έζησε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»